- φιλόστοργον
- φιλόστοργοςloving tenderlymasc/fem acc sgφιλόστοργοςloving tenderlyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεραπευτικός — ή, ό (AM θεραπευτικός, ή, όν) [θεραπευτές] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η θεραπευτική ο κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τους θεραπευτικούς παράγοντες και την εφαρμογή τους για ανακούφιση ή θεραπεία τών ασθενών νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] … Dictionary of Greek
ՅՈԼՈՎԱԳՈՒԹ — ( ) NBH 2 0367 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ԲԱԶՄԱԳՈՒԹ. ա. եւ գ. իբր առաւել գթութիւն. τὸ φιλόστοργον commiseratio. *Արդ ո՞րպէս զհաւասարականն եւ զյոլովագութ առ մերձաւորսն ցուցցուք. Բրս. յուդիտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)